έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… … Dictionary of Greek
ἔκφυλος — ἔκφῡλος , ἔκφυλος foreign masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφύλως — ἐκφύ̱λως , ἔκφυλος foreign adverbial ἐκφύ̱λως , ἔκφυλος foreign masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκφυλον — ἔκφῡλον , ἔκφυλος foreign masc/fem acc sg ἔκφῡλον , ἔκφυλος foreign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
чуждий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = прил., тж. в знач. сущ. (греч. ἔκφυλος) чужеродный;… … Словарь церковнославянского языка
γεροκολασμένος — ο ο ακόλαστος, ο έκφυλος γέρος … Dictionary of Greek
διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… … Dictionary of Greek
καπρώ — καπρῶ, άω (Α) [κάπρος] 1. (για θηλυκό γουρούνι) έχω ορμή για οχεία 2. είμαι ασελγής, έκφυλος («καπρῶσα γραῡς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος Αύγουστος — I Όνομα βασιλιάδων της Σαξονίας. 1. Φ.Α. A’ o Δίκαιος (1763 – 1827). Γιος και διάδοχος του εκλέκτορα Φρειδερίκου Χριστιανού, βασίλεψε αρχικά με την κηδεμονία του θείου του πρίγκιπα Ξαβιέρου. Το 1778 ανέλαβε μόνος του την εξουσία, την οποία άσκησε … Dictionary of Greek